νωθροποιός

νωθροποιός
νωθρο-ποιός, όν,
A making sluggish, Eust.1395.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νωθροποιός — νωθροποιός, όν (Μ) αυτός που κάνει κάποιον νωθρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • νωθροποιός — making sluggish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροποιόν — νωθροποιός making sluggish masc/fem acc sg νωθροποιός making sluggish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροποιοί — νωθροποιός making sluggish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”